- Σώσιππος
- Σώσιπποςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σωσίππου — Σώσιππος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωσίππῳ — Σώσιππος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώσιππον — Σώσιππος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωσίπολις — θεός της αρχαίας Ήλιδας που λατρευόταν στο ναό της Ειλειθυίας, στην Ολυμπία. Όταν οι Αρκάδες είχαν επιδράμει στην Ήλι, εμφανίστηκε, κατά το μύθο, μια γριά που θήλαζε νήπιο και το απόθεσε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Το βρέφος μεταμορφώθηκε σε… … Dictionary of Greek